αναρρόφηση

αναρρόφηση
Η αφαίρεση από διάφορους ιστούς ή κοιλότητες του σώματος υγρών τα οποία συγκεντρώθηκαν εκεί από φυσιολογικά ή παθολογικά αίτια. Η α. γίνεται με τη βοήθεια λεπτών σωληνώσεων και μιας αναρροφητικής αντλίας προσαρμοσμένης στην έξοδο. Χρησιμοποιείται κυρίως για θεραπευτικούς σκοπούς. Η α. αποτελεί ενέργεια αντίθετη προς τη συμπίεση. Ενώ δηλαδή κατά τη συμπίεση ένα ερμητικά κλεισμένο ρευστό τείνει να καταλάβει τον μικρότερο δυνατό όγκο, κάτω από τη δύναμη ενός εμβόλου που κινείται παλινδρομικά, το ρευστό τείνει να ξαναγυρίσει στην αρχική του κατάσταση. Α. λέγεται και μία από τις τέσσερις περιόδους λειτουργίας των τετράχρονων κινητήρων εσωτερικής καύσης. Κατά την περίοδο της α. το καύσιμο κατευθύνεται από το καρμπιρατέρ στον κύλινδρο με μία βαλβίδα ειδικά διαμορφωμένη.
* * *
η (Α ἀναρρόφησις)
το ρούφηγμα υγρού με σωλήνα
λ. της Κοινής Νεοελληνικής αντί του ορθού επιστημονικού όρου εισρόφηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναρρόφηση — η το ρούφηγμα προς τα πάνω: Η αντλία είχε χαλάσει και δεν έκανε αναρρόφηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναρροφητικός — ή, ό ο κατάλληλος για αναρρόφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρόφηση ( ις). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (αρχή εκδ. 1833) ως επίθετο του ουσ. μηχανή] …   Dictionary of Greek

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • αναμύζηση — η η εκ νέου μύζηση, απομύζηση, αναρρόφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμυζώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873] …   Dictionary of Greek

  • αναρροίβδησις — ἀναρροίβδησις, η (Α) αναρρόφηση, φορά του ρεύματος προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • βιοψία — Η λήψη μικρών κομματιών ιστών από ζωντανούς οργανισμούς για διαγνωστική ιστολογική εξέταση. Η λήψηαυτή γίνεται κατόπιν χειρουργικής τομής του υπό εξέτασηιστού ή με παρακέντηση και αναρρόφηση. Η εκλογή της μεθόδου εξαρτάται από τη φύση και τη θέση …   Dictionary of Greek

  • βρογχοσκόπηση — Ενδοσκοπική εξέταση της τραχείας και των κύριων βρόγχων μέχρι των πρώτων διακλαδώσεών τους, με την οποία γίνεται η άμεση επισκόπηση των οργάνων αυτών, με την εισαγωγή σε αυτά ενός άκαμπτου μεταλλικού σωλήνα (βρογχοσκόπιο), εφοδιασμένου με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”